Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωπύρειος — ζωπύρειος, ἡ (Α) [Ζώπυρος] είδος φαρμάκου που ονομάστηκε έτσι από τον γιατρό Ζώπυρο … Dictionary of Greek
ζωπυρείῳ — ζωπύρειος fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)